Οικισμός Νέα Ρόδα

Θεματικές Ενότητες


Νέα/Ειδήσεις


Νέα Ρόδα

Πολλοί χαρακτηρίζουν τα Νέα Ρόδα ως τον μεγαλύτερο οικισμό των προσφύγων που έφτασαν στη βόρεια Χαλκιδική μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Το όνομά του δηλώνει και την καταγωγή των κατοίκων: τα Ρόδα της Προποντίδας. Περίπου 40 οικογένειες αποφάσισαν να εγκατασταθούν, μετά από πολλές περιπλανήσεις, στην θέση «Πρόβλακας» (που σημαίνει πριν από το αυλάκι, δηλαδή πριν από τη Διώρυγα του Ξέρξη) το καλοκαίρι του 1923.

Τα πρώτα εκείνα χρόνια στο στενότερο σημείο της χερσονήσου του Αθωνα οι κάτοικοι των Νέων Ρόδων ασχολήθηκαν κυρίως με τη γεωργία και την αλιεία. Στις μέρες μας χάρη στις υπέροχες παραλίες η περιοχή έχει αναπτυχθεί τουριστικά. Πάνω από 1.200  άνθρωποι μένουν εδώ όλο το χρόνο και, όπως είναι φυσικό, γίνονται πολύ περισσότεροι τους καλοκαιρινούς μήνες. Η μικρή απόσταση από την την Ιερισσό (6 χλμ.) βοηθά στην ταχύτερη ανάπτυξη της περιοχής και οι τουριστικές υποδομές είναι άρτιες.

ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ

Είναι ένα χωριό παραθαλάσσιο στη νοτιοδυτική παραλία της Κυζικηνής χερσονήσου, 12 χλμ. βορειοδυτικά της Αρτάκης και 28 χλμ. δυτικά της Μηχανιώνας. Η ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Ρόδα (καταχωρισμένη στα βιβλία της μητρόπολης) και η τουρκική (παρουσιάζεται στα επίσημα οθωμανικά έγγγραφα) Ρούτια (Rutya). Σήμερα ονομάζεται Narlı. Στις αρχές του 20ου αιώνα το χωριό είχε περίπου 200 σπίτια, από τα οποία τα 150 ήταν χριστιανικά και τα 50 μουσουλμανικά. Οι Οθωμανοί του χωριού γνώριζαν ελληνικά, ενώ, αντίθετα, τουρκικά γνώριζαν μόνο οι κάτοικοι που δούλευαν στη ναυτιλία. Πηγή:  http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=12159

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ-ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ

Οι διηγήσεις παρουσιάζουν το χωριό και την ευρύτερη περιοχή σαν παράδεισο με πλούσια σε αλιεύματα θάλασσα και εύφορη γη. Παρήγαγαν κουκούλια μεταξοσκώληκα, γρανίτη σε κυβόλιθους, φρούτα, ελιές, σταφύλια, ποτιστικά κρεμμύδια και πολλά άλλα. Τα προϊόντα και τα ψάρια τα  προωθούσαν με καράβια προς την Κωνσταντινούπολη. Υπήρχαν τρεις εκκλησίες (μεγαλύτερη ο Αϊ Δημήτρης) και σχολείο που πρόσφερε υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Μέχρι το 1912 ζούσαν ευτυχισμένοι. Τότε ήρθαν στα πράγματα οι νεότουρκοι. Σε όλα τα ελληνικά Μικρασιατικά χωριά επικράτησε ο φόβος της σφαγής και της εξορίας, με τη γνωστή κατάληξη εκείνο τον μαύρο Αύγουστο του 1922. Οι Ροδιάτες έφυγαν άρον-άρον με δύο καΐκια για Μυτιλήνη, ενώ οι περισσότεροι πέρασαν στο διπλανό νησί Αλώνη και μετά στο νησί του Μαρμαρά, από όπου μετά από 20 μέρες τους παρέλαβε το πλοίο «Προποντίς» για να τους αποβιβάσει στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης και να καταλήξουν στην Αγία Βαρβάρα της Τούμπας, απ' όπου οι περισσότεροι διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η ομάδα της Μυτιλήνης έφτασε το 1923 για διερεύνηση στην περιοχή. Απέρριψε τη θέση της σημερινής Ουρανούπολης ως στενόχωρη και μικρή, έμεινε λίγους μήνες πρόχειρα στην Ιερισσό, πρότεινε για το νέο χωριό την πλαγιά στο σημερινό λιμάνι της Ιερισσού, και αφού οι Ιερισσιώτες αντέδρασαν φοβούμενοι μελλοντική ένωση των χωριών, τελικά επέλεξε τη θέση «Πρόβλακας». Ευνόητα ονόμασε το νέο χωριό Νέα Ρόδα. Το χωριό άρχισε να προσελκύει περισσότερους πρόσφυγες. Ενας σημαντικός αριθμός έφθασε με ιδιόκτητα καΐκια από τα Σκοπιά (αλλιώς Σκουπιά, ή η Σκοπιά), που ήταν στο νησί Αλώνη, απέναντι και πολύ κοντά στα Ρόδα.

Οι κάτοικοι ήταν κυρίως θαλασσινοί και έμποροι. Ως ευσεβείς, το πρώτο που πήραν μαζί τους ήταν η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που σήμερα είναι η προστάτιδα και το καύχημα των Νέων Ρόδων. Ηρθαν, επίσης, οικογένειες από την Ανατολική Θράκη, αλλά και από το Χαράκι και τη Γωνιά της Κυζίκου. Στο μεταξύ ειδοποιήθηκαν οι Ροδιάτες που έμεναν αλλού και οι περισσότεροι, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα, ήρθαν στα Νέα  Ρόδα. Μεσολάβησε η ανταλλαγή των πληθυσμών που ξεκίνησε στις 14 Ιουνίου 1924. Οι τελευταίοι Ελληνες της Μικρασίας ξεριζώθηκαν και μπήκαν στην Ελλάδα αναζητώντας νέα πατρίδα. Μια μεγάλη ομάδα Καππαδοκών έφθασε το 1926 στα Νέα Ρόδα και ο οικισμός πήρε την οριστική του μορφή. Το Ανταβάλ (η Ανταβαλίς, ή Αντίβαλον) της περιφέρειας Νίγδης στην Καππαδοκία ήταν η πατρίδα της ομάδας αυτής. Ηταν χωριό τουρκόφωνο αλλά ελληνικότατο, με περίπου 1,800 κατοίκους. Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου είναι κτίσμα του 500 μ.Χ. και ερείπιά της σώζονται μέχρι σήμερα. Το όνομα του χωριού εκείνου προέρχεται πιθανότατα από το ρήμα «αντιβάλλω» (=εναντιώνομαι), λόγω της διαρκούς αντιδικίας με τους Τούρκους.

Επειδή ο τόπος ήταν βραχώδης, φτωχός και άγονος, με οριακή παραγωγή, οι άντρες έφευγαν για περιοδική εργασία στην Κωνσταντινούπολη. Ειδικά στην περίοδο 1913-1923 υπέφεραν από τούρκικες λεηλασίες και ζούσαν με τον φόβο για τη ζωή τους. Οταν δόθηκε η εντολή της εγκατάλειψης των εστιών, με επικεφαλής τον ιερέα τους Αγαθάγγελο, ξεκίνησαν με τα κάρα τους για Νίγδη-Ουλούγουσλα και κατέβηκαν στη Μερσίνα. Μετά από 1-2 μήνες έφθασαν στον Αϊ Γιώργη του Πειραιά και μετά στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί, ένα μεγάλο μέρος πέρασε από τα Πυργαδίκια, την Ουρανούπολη και το Ορφάνι, αλλά η ελονοσία και οι κακουχίες τους έφεραν τελικά στην περιοχή. Για περίπου 5 χρόνια έμεναν στα γύρω μετόχια και στη συνέχεια, με την όποια κρατική βοήθεια, εγκαταστάθηκαν εδώ και έδωσαν στο χωριό τη σημερινή του μορφή.